αρχαϊστής

αρχαϊστής
ο
1. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του αρχαϊσμούς
2. εκείνος που μιμείται αρχαϊκά πρότυπα στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Π. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρχαΐστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που μεταχειρίζεται αρχαϊσμούς στη γλώσσα: Αρχαϊστές υπήρχαν στον τόπο μας ως τις αρχές του 20ού αιώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχαΐζω — (Α ἀρχαΐζω) νεοελλ. μεταχειρίζομαι αρχαϊσμούς, δηλαδή λέξεις και φράσεις απαρχαιωμένες αρχ. 1. μιμούμαι τους αρχαίους 2. παρουσιάζω κάποιον σαν αρχαίο χωρίς να είναι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος. ΠΑΡ. αρχαϊσμός νεοελλ. αρχαϊστής] …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊστικός — ή, ό (και όν) αυτός που μιμείται ή θυμίζει αρχαία πρότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαΐζω ή < αρχαϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη] …   Dictionary of Greek

  • Τζέρτζελης, Νικόλαος — Λόγιος, διδάσκαλος του Γένους και συγγραφέας. Καταγόταν από το Μέτσοβο και έζησε τον 18o αι. Υπήρξε μαθητής του Μπαλάνου Βασιλόπουλου και πιθανόν ήταν δάσκαλος του Κοσμά του Αιτωλού. Ο Τ. διακρίθηκε για την ευρύτητα του πνεύματός του, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”